3.3.08

Το πράσινο τέρας


Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι με την αδιακρισία της ανάστασης. Όταν αγαπούν κάτι και πεθαίνει, σπεύδουν να το αναστήσουν χωρίς να ρωτήσουν κανέναν. Άνθρωποι που αδιαφορούν για τους άλλους, την θέλησή τους να πεθαίνουν και θέλουν να τους κρατάνε ζωντανούς. Ανήθικοι εγωιστές.

Έτσι και με αυτό το ιστολόγιο. Πέθανε και τώρα αναστήθηκε, σαν ηλεκτρονικός Φρανκεστάιν, επειδή κάποιος ανώμαλος αρνιόταν να το αφήσει να περάσει στην ανυπαρξία. Εμένα δε με νοιάζει, δεν το ανέστησα εγώ. Ούτε τώρα είμαι εγώ που γράφω, αλλά το ετερώνυμο φάντασμα που αυτός ο ενοχλητικός ανέστησε μαζί του. Εγώ το είχα ήδη νικήσει. Μια μέρα μπορεί να το σκοτώσω ξανά, όταν δε θα βαριέμαι. Ωσπου να έρθει εκείνη η στιγμή, σα φάντασμα μιας ύπαρξης που δεν είναι η δική μου αλλά μπορεί, παραδόξως, να πληκτρολογεί, θέλω να καταγράψω εδώ ένα απόσπασμα από το διήγημα με τον τίτλο «Το μικρό πράσινο τέρας» , από το βιβλίο με σουρεαλιστικά διηγήματα του αγαπημένου μου Χαρούκι Μουρακάμι «Ο ελέφαντας εξαφανίζεται», εκδόσεις ΚΟΑΝ, σε μετάφραση (το συγκεκριμένο διήγημα) του Γ.Βουδικλάρη.

Ξαφνικά, μέσα στο σπίτι μιας γυναίκας, εισβάλει ένα πράσινο τέρας με λέπια και μακριά αστεία μύτη αλλά ανθρώπινα μάτια. Το αηδιαστικό πλάσμα, επιπλέον καταλαβαίνει τις σκέψεις της γυναίκας. Όμως δεν δείχνει επιθετικό. Και όπως εκείνη σκέφτεται τι να κάνει για να το ξεφορτωθεί, αυτό αρχίζει να της εξηγεί γιατί μπήκε στο σπίτι της:

«Κυρία κυρία, δεν το βλέπετε; Ηλθα εδώ για να σας κάνω πρόταση γάμου. Από βαθιά εκεί κάτω. Χρειάστηκε να συρθώ όλο το δρόμο ως εδώ πάνω. Απαίσιο, ήταν απαίσιο. Χρειάστηκε να σκάψω και να σκάψω και να σκάψω. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό αν σκόπευα να σας κάνω κανένα κακό. Σας αγαπώ. Σας αγαπώ τόσο πολύ που δεν άντεχα άλλο εκεί βαθιά κάτω. Σύρθηκα προς τα πάνω μέχρι εσάς, έπρεπε, έπρεπε. Ολοι προσπάθησαν να με σταματήσουν αλλά δεν άντεχα άλλο. Και σκεφτείτε το θάρρος που χρειάστηκε, σας παρακαλώ. Κι αν σκεφτ’όσασταν ότι είναι αγενές και παράτολμο για ένα πλάσμα σαν εμένα να κάνει πρόταση σε εσάς;

Μα πράγματι είναι αγενές και παράτολμο, είπα με το νου μου. Τι αγενές μικρό πλάσμα που είσαι, να έρχεσαι να ζητήσεις την αγάπη μου!

Μια όψη θλίψης κατέλαβε το το πρόσωπο του τέρατος μόλις το σκέφτηκα αυτό και τα λέπια του πήραν μια μωβ απόχρωση, σα να ήθελαν να εκφράσουν αυτό που ένοιωθε. Ολόκληρο το σώμα του έμοιαζε κι αυτό να συρρικνώνεται λίγο. Σταύρωσα τα χέρια μου και παρακολουθούσα τις αλλαγές να συμβαίνουν. Ισως κάτι τέτοιο να συνέβαινε όποτε τα αισθήματά του μεταβάλλονταν. Κι ίσως η απαίσια εξωτερική του όψη να ήταν η μεταμφίεση μιας καρδιάς που ήταν τρυφερή και εύθραυστη σαν ολόφρεσκο ζαχαρωτό. Αν ήταν έτσι, ήξερα ότι μπορούσα να νικήσω. Αποφάσισα να κάνω μια προσπάθεια. Είσαι ένα άσχημο μικρό τέρας, ξέρεις, φώναξα με τη δυνατότερη φωνή του μυαλού μου –τόσο δυνατή που έκανε την καρδιά μου να αντηχήσει. Είσαι ένα μικρό άσχημο τέρας! Το μωβ στα λέπια έγινε βαθύτερο και τα μάτια του πράγματος άρχισαν να διογκώνονται σαν να ρουφούσαν όλο το μίσος που τους έστελνα. Προεξείχαν από το πρόσωπο του πλάσματος σαν ώριμα πράσινα σύκα, κι από αυτά έτρεχαν δάκρυα σαν κόκκινος χυμός, πιτσιλώντας το πάτωμα.

Δε φοβόμουν πια το τέρας. Ζωγράφιζα εικόνες στο μυαλό μου με όλα τα σκληρά πράγματα που ήθελα να του κάνω. Το έδεσα σε μια βαριά καρέκλα με χοντρά καλώδια, και με μια μυτερή τανάλια άρχισα να του βγάζω τα λέπια από τη ρίζα, ένα προς ένα. Πύρωσα τη μύτη ενός κοφτερού μαχαιριού και με αυτό χάραξα βαθιές αυλακιές στη μαλακή ροδαλή σάρκα από τις γάμπες του. Ξανά και ξανά, βύθισα ένα καυτό σίδερο μέσα στα διογκωμένα σύκα των ματιών του. Με κάθε νέο βασανιστήριο που φανταζόμουν γι αυτό, το τέρας παρέπαιε και σπαρταρούσε και ούρλιαζε από την αγωνία, σαν αυτά τα πράγματα να του συνέβαιναν πραγματικά. Θρηνούσε με τα χρωματιστά του δάκρυα και στάλαζε χοντρούς κόσμους υγρού στο πάτωμα, αναδίνοντας έναν γκρίζο ατμό από τα αυτιά του που είχε το άρωμα του τριαντάφυλλου. Τα μάτια του εξέπεμπαν προς εμένα ένα αφοπλιστικό βλέμμα επίκρισης. Σας παρακαλώ κυρία, αχ σας παρακαλώ, σας ικετεύω, μην κάνετε τέτοιες φριχτές σκέψεις, φώναζε. Δεν κάνω κακές σκέψεις για εσάς. Ποτέ δεν θα σας έβλαπτα. Το μόνο που νοιώθω για εσάς είναι αγάπη, είναι αγάπη.

Αλλά εγώ αρνιόμουν να ακούσω. Στο μυαλό μου, είπα, Μη γίνεσαι γελοίο! Βγήκες έρποντας μέσα από τον κήπο μου. Ξεκλείδωσες την πόρτα μου χωρίς άδεια. Μπήκες στο σπίτι μου. Δεν σου ζήτησα εγώ να έρθεις εδώ. Εχω το δικαίωμα να σκέφτομαι ο,τι θέλω. Και συνέχισα να κάνω αυτό ακριβώς –να σκέφτομαι ενάντια στο πλάσμα με όλο και πιο τρομερές σκέψεις. Εκοψα και βασάνισα τη σάρκα του με κάθε μηχανή και εργαλείο που μπορούσα να σκεφτώ, χωρίς να παραβλέψω καμία μέθοδο που θα μπορούσε να υπάρξει για να βασανίσεις ένα ζωντανό ον και να το κάνεις να σπαρταράει από τους πόνους.

Βλέπεις λοιπόν, μικρό τέρας, δεν έχεις ιδέα τι είναι μια γυναίκα. Δεν υπάρχει όριο στον αριθμό των πραγμάτων που μπορώ να σκεφτώ να σου κάνω.

Αλλά σύντομα το περίγραμμα του τέρατος άρχισε να ξεθωριάζει, κι ακόμα κι η δυνατή του πράσινη μύτη συρρικνώθηκε μέχρι που δεν ήταν μεγαλύτερη από σκουλήκι. Σπαρταρώντας στο πάτωμα, το τέρας προσπαθούσε να κουνήσει το στόμα του και να μου μιλήσει, παλεύοντας να ανοίξει τα χείλη του σαν να ήθελε να μου αφήσει κάποιο τελευταίο μήνυμα, να μεταβιβάσει κάποια αρχαία σοφία, κάποια κρίσιμη ποσότητα γνώσης που είχε ξεχάσει να μου μεταδώσει. Πριν μπορέσει αυτό να συμβεί, το στόμα κατέληξε σε μια επώδυνη ακινησία και σύντομα θόλωσε κι εξαφανίστηκε. Το τέρας τώρα έμοιαζε σαν τίποτε παραπάνω από μια χλωμή βραδινή σκιά. Ο, τι απέμεινε, μετέωρο στον αέρα, ήταν τα θλιμμένα του, πρησμένα μάτια. Δεν θα σε ωφελήσει σε τίποτα αυτό, σκέφτηκα προς το μέρος του. Μπορείς να κοιτάζεις όσο θες, αλλά δεν μπορείς να πεις το παραμικρό. Δεν μπορείς να κάνεις το παραμικρό. Η ύπαρξή σου τελείωσε, ξόφλησε, τερματίστηκε. Σύντομα τα μάτια διαλύθηκαν στο κενό, και το δωμάτιο γέμισε από το σκοτάδι της νύχτας»