Το βιβλίο αυτό αγοράστηκε την προηγούμενη Παρασκευή και έχει ήδη διαβαστεί 2 φορές. Είναι 40 σελίδες μοναξιάς ή εθελούσιας απομόνωσης (δεν το έχω ξεκαθαρίσει ακόμη μέσα μου). Είναι καφκικά κλειστοφοβικό, αν υπάρχει αυτό. Η γυναίκα που πρωταγωνιστεί σ' αυτές τις σελίδες έχει βγει για τα καθιερωμένα ψώνια. Οι πάντες γύρω της την ενοχλούν, την αρρωσταίνουν, δεν τους αντέχει και τους απωθεί ...στο μυαλό της μόνο. Η επιστροφή της στο σπίτι μετατρέπεται σε εφιάλτη, έρχεται αντιμέτωπη με μια κακία άνευ προηγουμένου χωρίς να αναρωτιέται, χωρίς να της κάνει έκπληξη. Γίνεται παθητικός δέκτης της βιαιότητας του πλήθους μέσα στο λεωφορείο. Κι εδώ μου θύμισε τον Γιοζεφ Κ. της Δίκης (και με παρόμοιο τρόπο, τον αγαπημένο μου Μερσώ), ο οποίος δεν ήξερε γιατί κατηγορείται και επέμεινε μια μοίρα άλλου(;)Και εξανίστασαι και πνίγεσαι και θες να την πιάσεις από το λαιμό φωνάζοντας «γιατί;;» Γιατί δεν αντιδρά(ς); Γιατί γίνεσαι αδιαμαρτύρητα αποδέκτης τέτοιας χυδαιότητας; Ένα γιατί ικανό να σε κάνει όμοιο των διωκτών της.
Κι όπως γράφει κι ο ΑΝemos στις 19/4/2007, μετά από ένα τέτοιο κείμενο "Πώς να πιείς γκαζόζα αντί για σαμπάνια; Πώς να βολευτείς με το λιγότερο; Πώς να εκπέσεις του Παραδείσου ή της Κόλασης όταν τα έχεις γευτεί; Να γυρίσεις που; Δεν έχεις θέση αλλού πλέον. Κακομαθαίνεις. Και δεν το λέω για καλό αυτό. Αναπηρία είναι. Μεγάλη."
Αποστασιοποιημένη απνευστί αφήγηση που δεν εγείρει, δεν θέτει ηθικό θέμα (νομίζω η πρόθεση του συγγραφέα πόρρω απέχει απο τέτοιες βλέψεις) αλλά αισθάνεσαι γροθιές στο στομάχι. Το διάβασα καθηλωμένη, σχεδόν κρατώντας την αναπνοή μου.
Και τις δυο φορές.
Υγ. Στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών φημολογείται οτι θα ανέβει το έργο του «Πεθαίνω σα χώρα» σε σκηνοθεσία Mιχαήλ Mαρμαρινού. Χωρος και χρόνος διεξαγωγης ακόμη αγνωστοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου