16.2.07

______ ... ______

Θέλω -με σεβασμό- να αφήσω ένα κειμενο του αξιολογότατου και αγαπημένου κ. Ευγένιου Αρανίτση, που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Κυριακάτικής Ελευθεροτυπίας της 11/06/2006 και το οποίο αλίευσα απο εδω. Θεωρώ οτι ειναι ένα απο τα καλύτερα, πιο θυμωμένα και δικάιως αγανακτησμένα κείμενα που έχω διαβάσει στα Παράδοξα και μέσα σε μερικές αράδες καταφέρε (ο Ευγένιος) να εκφράσει με ευγλωττία όσα αισθανόμουν και αισθάνομαι για το θεμα που πραγματεύεται.

Τηλεκανίβαλοι σε κηδεία παιδιού
Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ

In saecula saeculorum, εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν. Εν τούτοις, αν γράφουμε, αν καταγράφουμε τα γεγονότα, δεν είναι για να θυμόμαστε, όπως λένε, αλλά για να μπορούμε να ξεχνάμε εκείνο το οποίο, στο εξής, θα βρίσκεται καταγεγραμμένο στο κείμενο, καταχωρημένο στο αρχείο διά παντός. Και το αρχείο θα θυμάται, αντί για μας.
Ετσι, αν κάτι θα ήθελα σήμερα να ξεχάσω, δηλαδή να καταγράψω, είναι η μοίρα αυτού του παιδιού απ' τη Γεωργία, του Αλεξ, που η διασημότερη φωτογραφία του, εκείνη που τοιχοκολλήθηκε ενόσω διαιωνιζόταν η αναζήτηση, επιτρέπει να προδιαγραφεί, έστω αόριστα, η αμήχανη υποταγή στη βία που επρόκειτο να υποστεί. Διότι υπήρχε στο ύφος του, όπως σε όλα τα πορτρέτα των παιδιών που τους μέλλεται να μαρτυρήσουν, εκείνο το σχεδόν τρομακτικό έλλειμμα έπαρσης που σημαδεύει την απείρως συγκινητική αφέλεια ενός μελλοθάνατου, όταν ο τελευταίος, εν αγνοία του, εξακολουθεί να ελπίζει σε κάτι καλύτερο απ' την εκμηδένιση.

Και θα ήθελα να γράψω παρατηρήσεις επί παρατηρήσεων για τα στοιχεία του χαρακτήρα του παιδιού, που ήρθαν στο φως εκ των υστέρων, συστολή και καλοσύνη, πραότητα και υποχωρητική στάση μπροστά στις ενοχλήσεις των σκληρών της γειτονιάς, περιπτώσεις όπου δεν ξέρεις αν το θύμα, υποχωρώντας, δείχνει ένα πρόσωπο δειλού ή αν, απλώς, συμμορφώνεται στωικά με την επίγνωση ότι οι σκληροί είναι κατ' ουσίαν άτομα με οριακό I.Q. και ότι, επομένως, θα πρέπει να τους φέρεσαι με τακτ.
Ομως ένα τέτοιο καθήκον θα προϋπέθετε μιαν άλλου είδους διάθεση, μιαν ειρηνική προώθηση των συλλαβισμών της ψυχής μέσω του πένθους, πράγμα αδύνατο για οιονδήποτε παρακολούθησε τα ειδησεογραφικά δελτία του περασμένου Σαββατοκύριακου, μεταξύ των οποίων ας υπολογίζεται και ο υποφαινόμενος.
Αντί λοιπόν να παλινδρομήσω στον παλιό μου άσβεστο λογοτεχνικό έρωτα για τις μελοδραματικές κορώνες γύρω απ' την ιδέα του θανάτου που εμφιλοχωρεί στον πιο ενδόμυχο πυρήνα κάθε παιδικής ηλικίας, αντί να εξηγήσω για χιλιοστή φορά ότι το παιδί, μεγαλώνοντας, πεθαίνει ως παιδί ώστε να γεννηθεί ένα ον υποδεέστερης ανεξαρτησίας, καταδικασμένο στην αλλοτρίωση και στον συμβιβασμό, οπότε ο τυχών κυριολεκτικός θάνατός του αποτελεί, από μόνος του, μιαν ασύλληπτα διδακτική μεταφορά -εν ολίγοις, αντί να αφοσιωθώ στις τελετουργίες του αποχαιρετισμού, αισθάνθηκα το μίσος μου για την τηλεόραση να υποτροπιάζει και τίποτα δεν είναι σήμερα, για μένα, πιο επιτακτικό απ' την ανάγκη να περιγράψω τη ναυτία και την οργή που προκάλεσε ο χειρισμός του ζητήματος από τις πρωινές και απογευματινές εμπροσθοφυλακές του τηλεκανιβαλισμού.
Ετσι, ταπεινά προβλήματα, όπως το από πού θα όφειλα ή θα άξιζε να αρχίσω, μπαίνουν απέναντι στο πένθος σαν βδελυρά εμπόδια που ευνοούν την αναβολή του. Να αρχίσω μήπως από την Σιδέρη, υποτιθέμενη ψυχολόγο («Εμείς οι επιστήμονες...», «Εγώ, που είμαι ειδικός...», «Το λέω γιατί είμαι ειδικός...»), μαυρισμένη μετά τα μπάνια ή σε σολάριουμ, με σόκιν αγορίστικο κούρεμα και μαύρο μικροσκοπικό φανελάκι (οι ώμοι και η πλάτη έξω) που τρύπωσε σε όλα τα παράθυρα για να γνωμοδοτήσει σχετικά με την ενδοοικογενειακή δυστυχία; Εν είδει τριτεγγυητών, αυτή και ο Σούρας, ο άλλος εκθαμβωτικός αστέρας της τηλεψυχιατρικής, παραβρέθηκαν στη δορυφορική ανάκριση ενός απ' τα παιδιά που είχαν εμπλακεί στην υπόθεση. Καθώς το αγόρι ψέλλιζε απαντήσεις με γυρισμένη την πλάτη, ενώ ο γίγαντας της πρωινής δημοσιογραφίας που λέγεται Μάνεσης απηύθυνε τις ασφαλίτικες ερωτήσεις του, Σούρας και Σιδέρη τήρησαν σιγήν ιχθύος.

Εν συνεχεία, όταν το χυδαίο μαρτύριο τελείωσε, πήραν τουλάχιστον το θάρρος να υπαινιχθούν, με τον πιο διακριτικό τρόπο, ώστε να μην προσβάλλουν τον οικοδεσπότη τους, ότι συνήθως τα παιδιά κρύβουν την αλήθεια εκτός κι αν κάποιος κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Μπα; Τι λες! Και μόλις μια γνωστή τής οικογένειας ανέφερε ότι τα παιδιά ήταν ζωηρά κι ότι έκαναν πού και πού μικροκλοπές (καραμέλες, σοκολάτες...), ο μεγαλοπρεπής Μάνεσης σχολίασε την παρεκτροπή με μια φράση ομολογουμένως ιλιγγιώδη: «Αν εμένα το παιδί μου έκλεβε καραμέλες, ΘΑ ΑΝΗΣΥΧΟΥΣΑ ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΑ!». Ιδού λοιπόν τι θα έκανε ο Μάνεσης αν μάθαινε πως το παιδί του έκλεβε καραμέλες, ΘΑ ΑΝΗΣΥΧΟΥΣΕ ΣΟΒΑΡΑ. Στο κάτω κάτω, τι άλλο είναι η κλοπή της καραμέλας απ' το περίπτερο αν όχι προστάδιο για ληστείες μετά φόνου;

Μάλιστα, ο ψυχίατρος Σούρας εξέπεμψε στεντόρεια έκκληση στη μητέρα του Αλεξ να βγει στο δελτίο για να της υποβάλλει μια δυο ερωτήσεις, όμως η μητέρα χαροπάλευε στα κύματα του πόνου της κι έτσι οι εκκλήσεις του γιατρού έμειναν δίχως ανταπόκριση. Και αφού είδαν και αποείδαν ότι δεν θα έβγαινε στον αέρα η πρωταγωνίστρια του δράματος, έπαιξαν μια χτεσινή της δήλωση, ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤ1, όπως τονίστηκε. Και την ίδια στιγμή, ο Οικονομέας, που ανέκρινε ένα άλλο απ' τα παιδιά, παρουσία του υφυπουργού Γιακουμάτου, ολοκλήρωσε τη διαδικασία ρωτώντας τον ανακρινόμενο, μπροστά στον ελληνικό λαό, αν κατόπιν όλων αυτών ο πατέρας του «του τις έβρεξε». Και η απάντηση ήταν ότι ναι, το έδειρε ο πατέρας το παιδί.

Και οι περισσότεροι αποκαλούσαν το εξαφανισμένο αγόρι «ο μικρός Αλεξ» και ποτέ «ο Αλεξ», όπως λέμε «ο Μέγας Αλέξανδρος» ή «το μοιραίο αεροσκάφος». Πράγμα που δείχνει ότι τα άτομα αυτά, ή πώς αλλιώς να τα χαρακτηρίσω, πιστεύουν πως ένα παιδί δεν είναι ακριβώς άνθρωπος, ώστε να έχει ένα όνομα, αλλά κάτι σαν άνθρωπος σε μικρογραφία ή ξωτικό. Και έσπευδαν, φυσικά, να διευκρινίσουν πως, μέχρις ότου βρεθεί το πτώμα, το παιδί έπρεπε να θεωρείται ζωντανό, όμως εξακολουθούσαν να αναφέρουν τον Αλεξ, το γιο της Νατέλας, μιλώντας στον παρατατικό, «έπαιζε...», «περνούσε...», «είχε...», «νόμιζε...» και ούτε καθεξής. Και δεν έπαυαν να επαναλαμβάνουν πως «αγαπούσε το σχολείο», χωρίς να τους περνάει καν απ' το νου ότι δεν είναι δυνατόν να αγαπάς το σχολείο όταν το σχολείο είναι τόπος μαρτυρίου. Διότι, όντως, τίποτα δεν περνάει απ' τον νου όταν ο νους λείπει, πρωτίστως ο κοινός -για να μην πούμε και για τον άλλον, διότι εκεί πια, προκειμένου για τα μισοναρκωμένα βαμπίρ του τηλεοπτικού σύμπαντος, επανερχόμαστε στο αίτημα μιας υπέρμετρης πολυτέλειας.

Και τι να πω για την Αλεξάνδρα Καπάτου, που την ενόχλησαν τα λόγια του ανακρινόμενου παιδιού στην κάμερα ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ της ανάκρισης σε ζωντανή σύνδεση; Οσο για το διθέσιο ποδήλατο Χασαπόπουλος/ Μαρωνίτη, πέτυχε επιτέλους, στον έβδομο γύρο, μια θριαμβευτική σύνδεση με τη σακατεμένη μητέρα και μόλις αυτή είπε την πρώτη φράση, της πέταξαν κατάμουτρα το απαραίτητο διαφημιστικό διάλειμμα, όπου καλλίφωνες σερβιέτες υμνούσαν τη χαρά των μηνιαίων διακυμάνσεων της ελαφρότητας. Και ακούστηκαν, από άκρη σε άκρη του τηλεοπτικού φάσματος, οι αιώνιες αερολογίες περί χωρισμένων γονέων και έλλειψης υποδομών και αδιαφορίας των αρμοδίων, οπότε μάθαμε ότι υπήρχαν όντως γονείς και υποδομές και αρμόδιοι. Ασε το πόσο ενοχλήθηκαν όλοι που ο νόμος ΔΕΝ προέβλεπε, λέει, τη σύλληψη δωδεκάχρονων!

Είχα διαβάσει κάποτε πως η Χριστίνα Ωνάση, σε ηλικία τριών χρόνων, σταμάτησε να μιλάει και ότι χρειάστηκε η βοήθεια ελβετών παιδοψυχολόγων για να αποκτήσει τη φωνή της. Η ίδια, αργότερα, το σχολίασε λέγοντας: «Αν δεν μιλούσα ήταν γιατί δεν είχα τίποτα να πω». Ενδεχομένως, αν δεν εμφανίζεται ο Αλεξ, να είναι επειδή δεν έχει τίποτα να εμφανίσει, αρχής γενομένης απ' τον εαυτό του. Τα πάντα είναι ήδη εμφανή στο έπακρον. Οι επαγγελματίες επεδίωξαν να τον εμφανίσουν όπως εμφανίζεται μια εικόνα πάνω στο φιλμ, στον σκοτεινό θάλαμο. Εκείνο που πετυχαίνει η κάμερα είναι να δώσει στον θάνατο τον ρόλο του οπερατέρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: